- αλιτάνευτος
- -η, -ο1. αυτός (εικόνα, ιερό κειμήλιο κτλ.) που δεν τον γύρισαν λιτανεία: Η εικόνα του αγίου δεν έμεινε καμιά χρονιά αλιτάνευτη.2. αυτός που δεν τον παρακάλεσαν με λιτανεία: Για να βρέξει δεν άφησαν άγιο αλιτάνευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.